Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μένω ίδιος

См. также в других словарях:

  • διομαλίζω — (AM) [ομαλίζω] καθιστώ κάτι τελείως ομαλό αρχ. είμαι πάντα ο ίδιος, μένω αμετάβλητος …   Dictionary of Greek

  • κρύος — (I) α, ο και κρύγιος ια, ιο (AM κρύος, α, ον, Μ και κρύγιος, ια, ιο) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος») 2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»