-
1 απαράλλαχτος
η, ο точно такой же; одинаковый, неизменный;μένω ίδιος — кι' απαράλλαχτος — оставаться неизменным;
См. также в других словарях:
διομαλίζω — (AM) [ομαλίζω] καθιστώ κάτι τελείως ομαλό αρχ. είμαι πάντα ο ίδιος, μένω αμετάβλητος … Dictionary of Greek
κρύος — (I) α, ο και κρύγιος ια, ιο (AM κρύος, α, ον, Μ και κρύγιος, ια, ιο) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος») 2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή… … Dictionary of Greek